- αλοιφείον
- ἀλοιφεῖον, το (Μ) [αλοιφή]εργαλείο με το οποίο γινόταν η επάλειψη ή, σύμφωνα με άλλους, το δωμάτιο όπου ετοιμάζεται το υλικό για την επάλειψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλοιφεῖον — anointing room neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… … Dictionary of Greek